- επιβρύω
- ἐπιβρύω (Α)1. (για νερό) ξεσπάω, αναβρύζω με αφθονία2. αναδίδω με αφθονία («κάμηλον σκώληξιν ἐπιβρύουσαν»)3. (για άνθη) έχω πλούσια ανθοφορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρύω «είμαι γεμάτος, είμαι πλήρης»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιβρύει — ἐπιβρύ̱ει , ἐπιβρύω burst over pres ind mp 2nd sg ἐπιβρύ̱ει , ἐπιβρύω burst over pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβρύουσαν — ἐπιβρύ̱ουσαν , ἐπιβρύω burst over pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέβρυσεν — ἐπέβρῡσεν , ἐπιβρύω burst over aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)